- υπερστέγασμα
- το, Νναυτ. κατασκευή στο ανώτερο κατάστρωμα πολεμικού πλοίου, όχι όμως περίκλειστη όπως είναι οι κανονικές υπερκατασκευές, αλλά όμοια με στέγαστρο και προοριζόμενη για βοηθητικές εγκαταστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + στέγασμα (< στεγάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.